πολυπαίπαλος

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυπαίπᾰλος Medium diacritics: πολυπαίπαλος Low diacritics: πολυπαίπαλος Capitals: ΠΟΛΥΠΑΙΠΑΛΟΣ
Transliteration A: polypaípalos Transliteration B: polypaipalos Transliteration C: polypaipalos Beta Code: polupai/palos

English (LSJ)

ον,

   A exceeding crafty, Φοίνικες Od.15.419, cf. Opp. H.3.41.    II = πεποικιλμένος, αἰθήρ Call.Fr.anon.225.

German (Pape)

[Seite 668] sehr verschlagen, listig; von den Phöniciern, Od. 15, 419, wie πολύτροπος. Vgl. παιπαλόεις.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠπαίπᾰλος: -ον, εἰς ὑπερβολὴν πανοῦργος, Ὀδ. Ο. 419· ἴδε παιπάλημα.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très rusé.
Étymologie: πολύς, παίπαλος.

English (Autenrieth)

(παιπάλη, ‘fine meal’): very artful, sly, Od. 15.419†.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για τους Φαίακες) πολύ πανούργος
2. (για τον αιθέρα) πολύ στολισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -παίπαλος (< παιπάλη με τη μτφ. σημ. «σόφισμα, πανουργία», πρβλ. παιπάλημα, παιπάλιμος), βλ. λ. παιπάλη.