πολυπινής

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυπῐνής Medium diacritics: πολυπινής Low diacritics: πολυπινής Capitals: ΠΟΛΥΠΙΝΗΣ
Transliteration A: polypinḗs Transliteration B: polypinēs Transliteration C: polypinis Beta Code: polupinh/s

English (LSJ)

ές, (πίνος)

   A very squalid, κάρα E.Rh.716 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 668] ές, sehr schmutzig, Eur. Rhes. 716.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠπῐνής: -ές, (πίνος) πολὺ πιναρός, ῥυπαρός, κάρα Εὐρ. Ρῆσ. 716.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très sale.
Étymologie: πολύς, πίνος.

Greek Monolingual

-ές, Α
πολύ ρυπαρός, βρόμικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πινής (< πίνος «ρύπος, λέρα»), πρβλ. κακο-πινής].