πολυπινής
From LSJ
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
English (LSJ)
ές, (πίνος)
A very squalid, κάρα E.Rh.716 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 668] ές, sehr schmutzig, Eur. Rhes. 716.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠπῐνής: -ές, (πίνος) πολὺ πιναρός, ῥυπαρός, κάρα Εὐρ. Ρῆσ. 716.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
très sale.
Étymologie: πολύς, πίνος.
Greek Monolingual
-ές, Α
πολύ ρυπαρός, βρόμικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πινής (< πίνος «ρύπος, λέρα»), πρβλ. κακο-πινής].