πρεσβείο

From LSJ
Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → there is no possession lovelier than a friend

Source

Greek Monolingual

το / πρεσβεῑον, ΝΑ, επικ. και ιων. τ. πρεσβήϊον και κρητ. τ. πληθ. πρειγηϊα, Α πρέσβυς
1. (κυρίως στον πληθ.) τα πρεσβεία
τιμές και προνόμια προς τη γεροντική ηλικία ή σε πρόσωπα που προηγούνται κατ' αρχαιότητα σε ένα αξίωμα
2. φρ. α) «πρεσβεία τιμής» — αναγνώριση τιμητικών πρωτείων στον πάπα και στον πατριάρχη Κωνσταντινούπολης από τον 5ο αιώνα
β) «πρεσβεία χειροτονίας» — τιμητική διάκριση ορισμένων κληρικών ανάμεσα σε ομοιόβαθμούς τους, επειδή χειροτονήθηκαν πριν από αυτούς
αρχ.
1. δώρο που προσέφεραν στους ηλικιωμένους σε ένδειξη σεβασμού, αριστείο
2. δικαίωμα
3. το μερίδιο που αντιστοιχεί στον γεροντότερο από μια κληρονομία
4. η γεροντική ηλικία
5. φρ. «πρεσβεῑα γῆς» — η κυριαρχία της γης.