προβούλευμα

From LSJ
Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβούλευμα Medium diacritics: προβούλευμα Low diacritics: προβούλευμα Capitals: ΠΡΟΒΟΥΛΕΥΜΑ
Transliteration A: proboúleuma Transliteration B: probouleuma Transliteration C: provoylevma Beta Code: probou/leuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A preliminary decree of the senate, to be laid before the Ecclesia, Eup.73 (dub.), D.18.9, 24.11, Aeschin.3.125.    II = Lat. senatusconsultum, D.H.6.67, 7.38.

German (Pape)

[Seite 712] τό, Vorbeschluß; bes. in Athen ein vorläufiger Beschluß des Rathes, der erst durch Zustimmung des Volks zu einem βούλευμα wird u. Gültigkeit erhält, also ein Gesetzentwurf, der dem Volke zur Genehmigung vorgetragen werden soll; ἐξήνεγκε προβ. εἰς τὸν δῆμον, Dem. 59, 4; ἐγράφη, 24, 11; ἐκφέρεται πρ. εἰς τὴν ἐκκλησίαν, Aesch. 3, 125, u. A.

Greek (Liddell-Scott)

προβούλευμα: τό, ἐν Ἀθήναις προκαταρκτικὴ ἀπόφασιςδιάταξις τῆς βουλῆς ἢ σχέδιον νόμου, ἢ ἀποφάσεως, ὅπερ καθίστατο βούλευμα ἐὰν ἐψηφίζετο ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας, Δημ. 228. 27., 703. 17, Αἰσχίν. 71. 22· ἐπέτειον πρ. Δημ. 651. 15 κἑξ., Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. 64, 20 Blass. ― Κατὰ Φώτ.: «προβουλεύματα: τὰ τῆς βουλῆς περὶ τῶν ψηφισμάτων βουλεύματα· ἃ πρὸ τοῦ δήμου ἐβούλευεν· τὰ γὰρ ψηφίσματα πρῶτον μὲν εἰσίετο εἰς τὴν βουλήν· εἶτα δεξαμένης εἰσεφέρετο εἰς τὸν δῆμον, ἤδη προκυρωθέντα καὶ προβουλευθέντα· εἰ δὲ μὴ ἐδέξατο ἡ βουλή, οὐδ’ εἰς τὸν δῆμον εἰσεφέρετο· ἀλλὰ παρανομῶν ὁ εἰσάγων ἡλίσκετο· μετὰ μέντοι καὶ τὸν δῆμον χειροτονῆσαι κύρια ἦν τὰ προβουλεύματα, εἰ μή τις ἐγράψατο»· ἴδε Λεξ. Ἀρχαιολ. ΙΙ. ὡς ἀπόδοσις τοῦ Ρωμαϊκοῦ senatusconsultum, Διον. Ἁλ. 6. 67., 7. 38.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
décret proposé par le Conseil des Cinq-cents à la ratification du peuple, à Athènes.
Étymologie: προβουλεύω.

Greek Monolingual

το, ΝΑ προβουλεύω
(στην αρχ. Αθήνα και στο αττ. δίκ.) προκαταρκτική απόφαση ή διάταξη ή σχέδιο νόμου το οποίο μετά από την επιψήφιση της εκκλησίας του δήμου επικυρωνόταν και καθίστατο βούλευμα, απόφαση
νεοελλ.
(κατά την προϊσχύσασα ποιν. δικ.) ενέργεια του εισαγγελέα πρωτοδικών με την οποία απέρριπτε ως αβάσιμη μια μήνυση
αρχ.
(στους Ρωμαίους) απόφαση της συγκλήτου.