προγυμναστής

From LSJ
Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προγυμναστής Medium diacritics: προγυμναστής Low diacritics: προγυμναστής Capitals: ΠΡΟΓΥΜΝΑΣΤΗΣ
Transliteration A: progymnastḗs Transliteration B: progymnastēs Transliteration C: progymnastis Beta Code: progumnasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A trainer, Arr.Epict.3.20.9,4.4.31.    2 slave who goes through exercises with his master, Seneca Ep.83.3, Gal.6.187.

German (Pape)

[Seite 714] ὁ, der vorher Uebende, Sp.; bei Galen. ein Diener des γυμναστής, vgl. Senec. ep. 83.

Greek (Liddell-Scott)

προγυμναστής: -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ προγυμνάζων, Ὑπερείδ. σ. 24 Teubner, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 20, 9., 4. 4, 31· ὡσαύτως, δοῦλος γυμναζόμενος μετὰ τοῦ κυρίου αὐτοῦ, πρβλ. Seneca Epist. 83. 3.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, θηλ. προγυμνάστρια Ν προγυμνάζω
αυτός που προγυμνάζει κάποιον
νεοελλ.
εκπαιδευτικός που παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα σε μαθητές προετοιμάζοντάς τους για εξετάσεις
αρχ.
δούλος που γυμνάζεται μαζί με τον κύριο του.