νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
Full diacritics: προεπικόπτω | Medium diacritics: προεπικόπτω | Low diacritics: προεπικόπτω | Capitals: ΠΡΟΕΠΙΚΟΠΤΩ |
Transliteration A: proepikóptō | Transliteration B: proepikoptō | Transliteration C: proepikopto | Beta Code: proepiko/ptw |
A cut down, trim first, στήλας IG7.3073.68,145(Lebad.).
προεπικόπτω: ἐπικόπτω (δηλ. κόπτω τὸ ἄκρον) πρότερον, προεπικόψας τὰς στήλας Ἐπιγρ. Λεβαδ. Dittenb. 2540, 68 (πρβλ. 145, Michel 589), ἴδε ἐπικοπή.
Α ἐπικόπτω
κόβω προηγουμένως το άκρο.