προκηραίνω

From LSJ
Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκηραίνω Medium diacritics: προκηραίνω Low diacritics: προκηραίνω Capitals: ΠΡΟΚΗΡΑΙΝΩ
Transliteration A: prokēraínō Transliteration B: prokērainō Transliteration C: prokiraino Beta Code: prokhrai/nw

English (LSJ)

   A to be anxious for, τινος S.Tr.29.

German (Pape)

[Seite 730] besorgt sein, κείνου, um jenen, Soph. Tr. 29; vgl. Monk Eur. Hipp. 223.

Greek (Liddell-Scott)

προκηραίνω: εἶμαι ἀνήσυχος, μεριμνῶ περί τινος, κείνου προκηραίνουσα, «μεριμνῶσα κατὰ τὸ κέαρ» (Σχόλ.), Σοφοκλ. Τρ. 29.

French (Bailly abrégé)

se préoccuper de, gén..
Étymologie: πρό, κηραίνω.

Greek Monolingual

Α
αδημονώ, ανησυχώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κηραίνω (II) «έχω πολλές φροντίδες, ανησυχώ»].