προπατορικός

From LSJ
Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source

German (Pape)

[Seite 739] dem Stammvater od. den Vorfahren gehörig (?).

Greek (Liddell-Scott)

προπᾰτορικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τοὺς προπάτορας, προγονικός, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 855D: τὸ προπάτορον = προπατορικόν, Ἐπιφάν. ΙΙΙ, 29.

Greek Monolingual

-ή, -ό / προπατορικός, -ή, -όν, ΝΜΑ προπάτωρ, -ορος]
1. αυτός που αναφέρεται στους προπάτορες, στους μακρινούς προγόνους (α. «προπατορική κληρονομιά» β. «προπατορικόν αποτιννύων χρέος», Βαλσ.)
2. φρ. «προπατορικό(ν) αμάρτημα» ή «προπατορική αμαρτία» — το αμάρτημα της παρακοής του Αδάμ και της Εύας, το οποίο, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, είχε ως συνέπεια την έξωσή τους από τον Παράδεισο και την είσοδο του ανθρώπινου γένους στη θνητότητα.