προσαγωγίδης

From LSJ
Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source

German (Pape)

[Seite 747] ὁ, dor. ποταγωγίδης, = προσαγωγεύς, Plut. Dion. 28, wo jetzt προσαγωγέας für προσαγωγίδας gelesen wird. S. Wessel. ad D. Sic. I p. 455.

Greek (Liddell-Scott)

προσᾰγωγίδης: ἴδε προσαγωγεύς.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. προσαγωγεύς.

Greek Monolingual

ὁ, Α
κατάσκοπος ή καταδότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσαγωγός + επίθημα -ίδης (πρβλ. ηγεμον-ίδης)].