προνόμιο
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
Greek Monolingual
το / προνόμιον, ΝΜΑ
το κατά προτίμηση Δίκαιο, κατ' εξαίρεση της κοινής νομοθεσίας, που εφαρμόζεται υπέρ ή κατά ορισμένου προσώπου, τάξης ανθρώπων, πραγμάτων ή ειδικών σχέσεων (α. «το προνόμιο απονομής χάριτος» β. «παρασχὼν προνόμια τοῑς ἐκεῑ καταφεύγουσι», Μαλάλ. Ι.)
νεοελλ.
1. μτφ. εξαιρετικό φυσικό χάρισμα, προτέρημα («έχει το προνόμιο της ευγλωττίας»)
2. φρ. «προνόμια Διεθνούς Δικαίου» — βλ. ασυλία διπλωματική
αρχ.
1. χρηματική προκαταβολή, αρραβώνας, καπάρο
2. το άσμα που ψαλλόταν πριν από τον νόμο, δηλ. από το κύριο μουσικό μέλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + νόμος + κατάλ. -ιο(ν)].