προσαναγιγνώσκω
From LSJ
Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.
English (LSJ)
A read besides, Aeschin.2.91 (v.l.), J.BJ 2.2.4 (v.l.), Gal.18(2).886.
German (Pape)
[Seite 748] (s. γιγνώσκω), noch dazu lesen; προσανάγνωθι Aesch. 2, 95; Ios.
Greek (Liddell-Scott)
προσαναγιγνώσκω: ἀναγινώσκω προσέτι, Αἰσχίν. 40. 17, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 2, 4.
French (Bailly abrégé)
f. προσαναγνώσομαι, ao.2 προσανέγνων, etc.
lire en outre, continuer de lire, acc..
Étymologie: πρός, ἀναγιγνώσκω.
Greek Monolingual
Α ἀναγιγνώσκω
διαβάζω επί πλέον.