προσγείωση

From LSJ
Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456

Greek Monolingual

η, Ν
1. (αεροπ.) επάνοδος πτητικής μηχανής, λ.χ. αεροσκάφους, ή διαστημικού οχήματος, στο έδαφος της Γης, αλλ. προσεδάφιση στη Γη
2. προσέγγιση στη στεριά
3. μτφ. επαναφορά στην πραγματικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσγειώνω. Η λ., στον λόγιο τ. προσγείωσις, μαρτυρείται από το 1895 στον Ηλ. Κανελόπουλο].