προσκόλληση
From LSJ
Greek Monolingual
η / προσκόλλησις, -ήσεως, ΝΑ προσκολλῶ
1. η πράξη και το αποτέλεσμα του προσκολλώ, συγκόλληση ή επικόλληση δύο τμημάτων με κολλώδη ουσία
νεοελλ.
1. στρ. η προσωρινή τοποθέτηση βαθμοφόρου ή οπλίτη σε μια μονάδα για εκτέλεση υπηρεσίας ή για μισθοτροφοδοσία
2. μτφ. α) πιστή αφοσίωση σε πρόσωπο, ομάδα ή ιδεολογία
β) οχληρή εμμονή σε σχέση ή συναναστροφή με το ίδιο πάντοτε πρόσωπο
3. φρ. «είναι της προσκολλήσεως» — λέγεται για άτομο αυτόκλητο και παρασιτικό, το οποίο τρώει και πίνει δωρεάν κοντά σε άλλους χωρίς να είναι προσκεκλημένος τους
αρχ.
η ένωση της Εκκλησίας με τον Χριστό.