προσχρῄζω

From LSJ
Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσχρῄζω Medium diacritics: προσχρῄζω Low diacritics: προσχρήζω Capitals: ΠΡΟΣΧΡΗΖΩ
Transliteration A: proschrḗizō Transliteration B: proschrēzō Transliteration C: proschrizo Beta Code: prosxrh/|zw

English (LSJ)

Ion. προσ-χρηΐζω,

   A require or desire besides, c. gen., τυραννίδος οὐδεμιῆς π. Hdt.5.11, cf. 18; οὐδὲ σοῦ προσχρῄζομεν S.Ph.1055: c. gen. pers. et inf., προσχρηΐζω ὑμέων πείθεσθαι Μαρδονίῳ I request you to listen to him, Hdt.8.140.β: c. inf. only, τί προσχρῄζων μαθεῖν; S.OT1155, cf. OC1168: in poetry with inf. understood, πᾶν ὅπερ προσχρῄζετε (sc. πυθέσθαι) πεύσεσθε A.Pr.641, cf.787, S.OC520, 1160, 1202.

German (Pape)

[Seite 789] ion. προσχρηίζω, noch dazu oder obendrein bedürfen, begehren, verlangen; πᾶν, ὅπερ προσχρῄζετε, πεύσεσθε, Aesch. Prom. 644, vgl. 789; τί προσχρῄζων μαθεῖν; Soph. O. R. 1155, vgl. O. C. 1162. 1170; τινός, Phil. 1044; mit dem gen. der Sache, Her. 5, 11. 18; auch mit dem gen. der Person, προσχρηΐζω ὑμέων πείθεσθαι Μαρδονίῳ, ich bitte euch noch dazu, dem M. zu gehorchen, 8, 140, 2; Sp. ion. προσχρηίζω, noch dazu oder obendrein bedürfen, begehren, verlangen; πᾶν, ὅπερ προσχρῄζετε, πεύσεσθε, Aesch. Prom. 644, vgl. 789; τί προσχρῄζων μαθεῖν; Soph. O. R. 1155, vgl. O. C. 1162. 1170; τινός, Phil. 1044; mit dem gen. der Sache, Her. 5, 11. 18; auch mit dem gen. der Person, προσχρηΐζω ὑμέων πείθεσθαι Μαρδονίῳ, ich bitte euch noch dazu, dem M. zu gehorchen, 8, 140, 2; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσχρῄζω: μέλλ. -ῄσω· Ἰων. -χρηίζω· μέλλ. ηίσω. Ἔχω χρείαν προσέτι χρειάζομαι ἐπὶ πλέον, μετὰ γεν., τυρρανίδος οὐδεμιῆς πρ. Ἡρόδ. 5. 11, πρβλ. 18· οὐδὲ σοῦ προσχρῄζομεν Σοφ. Φιλ. 1055· μετὰ γεν. προσ. καὶ ἀπαρ., προσχρηίζω ὑμέων πείθεσθαι Μαρδονίῳ, ἀπαιτῶ παρ’ ὑμῶν νὰ ὑπακούητε..., Ἡρόδ. 8. 140, 2· μετὰ μόνου ἀπαρ., τί προσχρῄζων μαθεῖν; Σοφ. Ο. Τ. 1155, πρβλ. Ο. Κ. 1168· οὕτω παρὰ ποιηταῖς, ὅταν συντάσσηται μετὰ μόνου ἀπαρ., δυνάμεθα εὐκόλως νὰ ὑπονοήσωμεν ἀπαρ., πεύσεσθε πᾶν ὅπερ προχρῄζετε (ἐξυπ. πυθέσθαι) Αἰσχύλ. Πρ. 641, πρβλ. 787, Σοφ. Ο. Κ. 520, 1160, 1202.

French (Bailly abrégé)

1 avoir en outre besoin de, gén.;
2 demander en outre : τινός, qch ; avec un inf. : demander à, chercher à : τινος πείθεσθαί τινι HDT demander à qqn d’obéir à un autre ou de suivre les conseils d’un autre.
Étymologie: πρός, χρῄζω.

Greek Monolingual

και ιων. τ. προσχρηΐζω Α
έχω ανάγκη κάποιον επί πλέον, ζητώ κάτι ακόμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + χρήζω «έχω ανάγκη, χρειάζομαι»].