χρήζω

From LSJ

τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν → liability to human and divine justice

Source

Middle Liddell

χράω 3, to deliver an oracle, foretell, Eur.

Greek Monolingual

χρῄζω, ΝΑ, και χρηϊίζω και επικ. και ιων. τ. χρηΐζω και δωρ. τ. χρῄσδω και δωρ. και μεγαρικός τ. χρῄδδω και χρείζω και σπάν. τ. χρήζω και σε επιγρ. χρηϊέζω Α
έχω χρεία, έχω ανάγκη, χρειάζομαι (α. «δε χρήζει του κύκλου τα στρατέματα», Ερωτόκρ. β. «χρηΐζοντα... ἰητῆρος», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. (γενικά) επιθυμώ κάτι πολύ
2. (με αιτ. προσ.και αιτ. πράγμ.) παρακαλώ ή επιθυμώ να πράξει κάποιος κάτι
3. (με απρμφ.) θέλω να πράξω κάτι
4. (με γεν. προσ. και απρμφ.) παρακαλώ κάποιον να κάνει κάτι
5. (ποιητ.) δίνω χρησμό, χρησμοδοτώ
6. (το αρσ. μτχ. ενεστ.) ὁ χρηΐζων
α) (με σημ. επιθ.) φτωχός, ενδεής
β) (ως υποθ. μτχ.) i) εάν κάποιος θέλει
ii) (για θεό) εάν είναι ευμενής
7. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ χρῇζον
παράκληση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρή + ρηματ. κατάλ. -ίζω, πιθ. κατά το χατ-ίζω. Ο τ. απαντά ήδη στον Όμηρο, επικράτησε, όμως, κυρίως στην ιωνική διάλ., ενώ στην τραγική ποίηση απαντά με σημ. «δίνω χρησμό»].

Greek Monotonic

χρήζω: = χράω (Γ), δίδω χρησμό, χρησμοδοτώ, σε Ευρ.