προϋπεργάζομαι

From LSJ
Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προϋπεργάζομαι Medium diacritics: προϋπεργάζομαι Low diacritics: προϋπεργάζομαι Capitals: ΠΡΟΫΠΕΡΓΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: proüpergázomai Transliteration B: proupergazomai Transliteration C: proypergazomai Beta Code: prou+perga/zomai

English (LSJ)

   A prepare beforehand, D.S.3.16:—Pass., προϋπείργαστο ἡ ψυχὴ πρὸς πειθαρχίαν Ph.2.94.

German (Pape)

[Seite 794] dep. med., vorher heimlich vollenden, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

προϋπεργάζομαι: ἀποθ., ἑτοιμάζω προηγουμένως, Διόδ. 3. 16.

Greek Monolingual

Α
κάνω κρυφά προηγουμένως κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ὑπεργάζομαι «ενεργώ, κάνω κάτι κρυφά»].