προχωννύω

From LSJ
Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προχωννύω Medium diacritics: προχωννύω Low diacritics: προχωννύω Capitals: ΠΡΟΧΩΝΝΥΩ
Transliteration A: prochōnnýō Transliteration B: prochōnnyō Transliteration C: prochonnyo Beta Code: proxwnnu/w

English (LSJ)

pf. -κέχωκα,

   A form by deposition before, τὰς νήσους Arist. Mir.836a30.    II dam back, [τὴν θάλατταν] Aristid.Or.46(3).17.

Greek Monolingual

Α
1. διαμορφώνω με επιχωμάτωση την έκταση μπροστά από έναν χώρο ή ένα κτήριο
2. γεμίζω με επιχωμάτωση, μωλώνω, μπαζώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + χωννύω «σωρεύω χώμα»].