πύκτης

From LSJ
Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πύκτης Medium diacritics: πύκτης Low diacritics: πύκτης Capitals: ΠΥΚΤΗΣ
Transliteration A: pýktēs Transliteration B: pyktēs Transliteration C: pyktis Beta Code: pu/kths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A boxer, Xenoph.2.15, Pi.O.10(11).16, S.Tr.442, Pl. Grg.460d; opp. παλαιστής, Id.Lg.819b; freq. in Inscrr., IG12.846.7, 22.2311.32,47, 3.128.4, 743.14, etc., and Papyri, PLond.3.1158.6 (iii A.D.), etc.    II epith. of Apollo, Plu.2.724c.

German (Pape)

[Seite 816] ὁ, der Faustkämpfer; Pind. Ol. 11, 16 N. 5, 52; Soph. Tr. 442; Plat. Gorg. 460 d, u. oft, u. Folgde, wie Pol. 1, 57, 1; vgl. Arist. rhet. 1, 5, wo als Unterscheidungszeichen des πύκτης vom παλαιστής angegeben wird ὦσαι τῇ πληγῇ, mit Faustschlägen seinen Gegner von der Stelle drängen, während der παλαιστής ihn durch Ringen zu Boden zu werfen sucht.

Greek (Liddell-Scott)

πύκτης: -ου, ὁ, (πύξ, πυγμὴ) ὁ πυγμάχος, διὰ τῆς πυγμῆς μαχόμενος, Λατ. pugil, Ξενοφάν. 2. 15, Πινδ. Ο. 10 (11). 20, Σοφ. Τρ. 442, Πλάτ. Γοργ. 460D· ἀντίθετ. τῷ παλαιστής, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 819Β· συχν. ἐν Ἐπιγραφαῖς, Συλλ. Ἐπιγρ. 247, 425, κ. ἀλλ.· - οὕτως ὁ Πίνδ. ἔχει πυγμάχος, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 14. ΙΙ. ἐπώνυμον τοῦ Ἀπόλλωνος, Πλούτ. 2. 724C.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
athlète qui lutte au pugilat.
Étymologie: πύξ.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. πύκτας, ὁ, Α
1. πυγμάχος
2. προσωνυμία του Απόλλωνος στους Δελφούς ως προστάτη τών αγώνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πύξ].