πυρράζω

From LSJ
Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung

Menander, Monostichoi, 91
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυρράζω Medium diacritics: πυρράζω Low diacritics: πυρράζω Capitals: ΠΥΡΡΑΖΩ
Transliteration A: pyrrázō Transliteration B: pyrrazō Transliteration C: pyrrazo Beta Code: purra/zw

English (LSJ)

   A to be fiery red, of the sky, Ev.Matt.16.2.

Greek (Liddell-Scott)

πυρράζω: εἶμαι πυρρός, ἐρυθρός, κόκκινος ὡς τὸ πῦρ, ἐπὶ τοῦ οὐρανοῦ, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιϚ΄, 2, πρβλ. Εὐστ. Πονημάτ. 239. 33, κτλ.

French (Bailly abrégé)

être d’un rouge ardent, être roux.
Étymologie: πυρρός.

English (Thayer)

equivalent to πυρρός γίνομαι, to become glowing, grow red, be red: T brackets; WH reject the passage) (Byzantine writings; πυρρίζω in the Sept. and Philo.)

Greek Monolingual

ΜΑ πυρρός
(ιδίως για ουρανό) είμαι πυρροκόκκινος, έχω το χρώμα της φωτιάς («πυρράζει γὰρ στυγνάζων ὁ οὐρανός», ΚΔ.).