πυρπολητής

From LSJ
Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυρπολητής Medium diacritics: πυρπολητής Low diacritics: πυρπολητής Capitals: ΠΥΡΠΟΛΗΤΗΣ
Transliteration A: pyrpolētḗs Transliteration B: pyrpolētēs Transliteration C: pyrpolitis Beta Code: purpolhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A gloss on πυρεύς, Hsch.

German (Pape)

[Seite 824] ὁ, bei Hesych. Erkl. von πυρεύς.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, θηλ. πυρπολήτρια Ν πυρπολῶ
αυτός που προξενεί πυρπόληση, εμπρηστής
νεοελλ.
1. ναυτ. κυβερνήτης ή ναύτης πυρπολικού, αλλ. μπουρλοτιέρης
2. στον πληθ. οι πυρπολητές
ιδιαίτερη τάξη πλοιάρχων και ναυτών κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821, η οποία ασχολούνταν με την προετοιμασία και τη χρήση τών πυρπολικών.