ῥαβδίζω

From LSJ
Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut

Menander, Monostichoi, 399
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥαβδίζω Medium diacritics: ῥαβδίζω Low diacritics: ραβδίζω Capitals: ΡΑΒΔΙΖΩ
Transliteration A: rhabdízō Transliteration B: rhabdizō Transliteration C: ravdizo Beta Code: r(abdi/zw

English (LSJ)

   A beat with a rod or stick, cudgel, Ar.Lys.587, Pherecr.50, 2 Ep.Cor.11.25 (Pass.); ῥ. δένδρα thresh trees, to bring down the fruit, Thphr.CP1.19.4 (Pass.), cf. PRyl.148.20 (i A.D.); ἐλάας Thphr.CP 5.4.2; ῥ. [κριθάς] thresh out barley, LXX Ru.2.17; σῖτον ib.Jd.6.11.

German (Pape)

[Seite 829] mit der Ruthe, dem Stocke schlagen, streichen; Pherecrat. bei B. A. 113, 5; Ar. Lys. 587; Theophr.; N. T.; πυρούς, Weizen ausdreschen, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ῥαβδίζω: ὡς καὶ νῦν, κτυπῶ, δέρω διὰ τῆς ῥάβδου, ξυλίζω, Ἀριστοφ. Λυσ. 587, Φερεκρ. ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 12· ῥ. δένδρα, κτυπῶ αὐτὰ διὰ ῥάβδου ὅπως καταρρίψω τὸν καρπόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 19, 4, κτλ.· ἐλαίας αὐτόθι 5. 4, 2· ῥ. πυρούς, τύπτων ἀποχωρίζω τὸν σῖτον, Ἑβδ. (Ροὺθ Β΄, 17).

French (Bailly abrégé)

battre avec une baguette.
Étymologie: ῥάβδος.

English (Strong)

from ῥάβδος; to strike with a stick, i.e. bastinado: beat (with rods).

Greek Monolingual

ῥαβδίζω ΝΜΑ ῥάβδος
1. χτυπώ κάποιον με ράβδο, δέρνω με το ραβδί, ξυλοκοπώ
2. (σχετικά με δέντρα) ρίχνω κάτω τους καρπούς τινάζοντας ή χτυπώντας τα κλαδιά με ειδική ράβδο, τη ραβδιστήρα («ῥαβδίζειν ἐλάας», θεόφρ.)
3. (σχετικά με σιτηρά) αποχωρίζω τους καρπούς τών σιτηρών από τα άχυρα χτυπώντας τα με ραβδί.