ριζοσπαστικός

From LSJ
Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον ριζοσπάστη ή στον ριζοσπαστισμό («ριζοσπαστικό κόμμα»)
2. φρ. «ριζοσπαστικός εμπειρισμός»
(φιλοσ.) θεωρία της γνώσης και του όντος, η οποία διατυπώθηκε από τον Αμερικανό πραγματιστή φιλόσοφο και ψυχολόγο Γουίλιαμ Τζέιμς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ριζοσπάστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον Αρ. Βαλαωρίτη].