Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ροδέλαιο

From LSJ
Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque

Greek Monolingual

το, Ν
(βοτ.-χημ.) εύοσμο άχρωμο ή υποκίτρινο αιθέριο έλαιο που λαμβάνεται με απόσταξη από τα φρέσκα πέταλα της τριανταφυλλιάς και ειδικότερα τών ειδών Rosa damascene και Rosa gallica, καθώς και από ποικιλίες άλλων ειδών της οικογένειας ροδίδες, και χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, τη ζαχαροπλαστική, την ποτοποιία κ.α.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδο + έλαιο].