ῥίσκος
English (LSJ)
ὁ,
A coffer, chest, esp. for plate or money, Antiph.130, Phylarch. 10J., Posidipp.10, Phleg.Fr.36.1 J., PLond.ined.2312.11, PSI 4.428.45, cf. 411 (both iii B.C.), Phot.; travelling-trunk, portmanteau, PCair.Zen.92.1 (iii B.C.). II sarcophagus, IG14.1934f3. III ῥίσκοι· εἶδός τι μυῶν, Hsch. (Phrygian word acc. to Donat. ad Ter. Eun.754.)
German (Pape)
[Seite 845] ὁ, ein Koffer, eine Kiste, riscus; Antiphan. bei Poll. 10, 137; Phot.
Greek (Liddell-Scott)
ῥίσκος: ὁ, κιβώτιον, θήκη, κίστη, μάλιστα ἀργυρῶν σκευῶν ἢ χρημάτων, Λατ. riscus, Ἀντιφάν. ἐν «Κυβευταῖς» 1, Φύλαρχ. 9· - ἐντεῦθεν ῥισκοφυλάκιον, τό, θησαυροφυλάκιον, ταμεῖον, καὶ -φύλαξ, ὁ, ὁ θυσαυροφύλαξ, ταμίας, Ἀριστέας. ΙΙ. σαρκοφάγος, Συλλ. Ἐπιγρ. 6270a. 3.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. κιβώτιο, θήκη («ῥίσκος
ὁ τά ἀργυρώματα έχων καὶ τὸ πρόχειρον ἀργύριον», Φώτ.)
2. μπαούλο ταξιδιού, ιματιοθήκη («ῥίσκον χωροῡντα ὅσον στολὰς δέκα», πάπ.)
3. σαρκοφάγος
4. (κατά τον Ησύχ.) «ῥίσκοι
εἶδός τι μυιῶν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. είναι φρυγικής προέλευσης, ενώ, κατ' άλλους, προήλθε από το αρχ. ιρλδ. rūsk «φλοιός, καλάθι» με τη μεσολάβηση πρώτα της Γαλατικής και μετά της Φρυγικής. Αμφίβολη παραμένει, εξάλλου, και η αναγωγή της λ. στην ΙΕ ρίζα wreik- «στρέφω, γυρίζω, περιτυλίσσω» (πρβλ. ῥιχνός). Η Λατινική, τέλος, δανείστηκε τη λ. από την Ελληνική, πρβλ. λατ. riscus].