ροδάνι
From LSJ
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
το, Ν
1. εργαλείο με το οποίο τυλίγεται το νήμα της ανέμης στα μασούρια
2. φρ. «η γλώσσα της πάει ροδάνι» — είναι πάρα πολύ φλύαρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥοδάνη «στριμμένη κλωστή, υφάδι», με αλλαγή γένους, κατά τα καλάμι, μασούρι].