ρυάδα

From LSJ
Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ' ἥτις ἀνδρός ἐσθ' ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all

Sophocles, Antigone, 737

Greek Monolingual

η / ῥυάς, -άδος, ὁ, ἡ, το, ΝΜΑ
το θηλ. ως ουσ. η ρυάδα και ῥυάς
νόσος τών οφθαλμών που προκαλεί συνεχή, παθολογική ροή δακρύων
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. α) ασθένεια του τριχωτού της κεφαλής, τριχόπτωση
β) ασθένεια τών αμπελιών που προκαλεί πτώση τών ρωγών
αρχ.
ως επίθ.
1. πλαδαρός, σαν να είναι ρευστός («σώματος ῥυάδος γενομένου», Αριστοτ.)
2. αυτός που αποβάλλει κάτι, που του πέφτουν τα φύλλα ή οι τρίχες («ῥυὰς ἄμπελος», Θεόφρ.)
3. το θηλ. ως ουσ. ουρητική σύριγγα, καθετήρας
4. (το θηλ. ως ουσ. στον πληθ.) αἱ ῥυάδες
κοπάδια ψαριών που τα παρασύρουν τα ρεύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα ῥυF- του ῥέω + επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. μαιν-άς, -άδος)].