σατίνη

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰτίνη Medium diacritics: σατίνη Low diacritics: σατίνη Capitals: ΣΑΤΙΝΗ
Transliteration A: satínē Transliteration B: satinē Transliteration C: satini Beta Code: sati/nh

English (LSJ)

[ῐ], ἡ,

   A chariot, ποιῆσαι σατίνας καὶ ἅρματα h.Ven.13; ἐπιβαίνει σατινέων Anacr.21.12; σατίναις ὐπ' ἐϋτρόχοις ἆγον αἰμιόνοις Sapph.Supp.20a13; ζυγίους ζευξάσᾳ θεᾷ σατίνας E.Hel.1311 (lyr.): only found in pl. (sg. in E. l.c. codd.).—Hsch. cites σάτιλλα,= Πλειάς, the constellation being regarded as a car.

German (Pape)

[Seite 864] ἡ, der Kampfwagen, Streitwagen; Hom. h. Ven. 13; ζεύξασα σατίναν, Eur. Hel. 1327; übh. Wagen, Kutsche, Anacr. bei Ath. XII, 534 a, vgl. Mehlhorn Anacr. p. 227; wird auf σάσαι zurückgeführt, das bei den Paphiern = καθ ίσαι war.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰτίνη: [ῑ], ἡ, πολεμικὸς δίφρος, ἅρμα, ἅμαξα πολεμική, ποιῆσαι σατίνας τε καὶ ἅρματα Ὀμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 13· ἐπιβαίνει σατινέων Ἀνακρ. 29. 12· ζυγίους ζεύξασα θεά σατίνας Εὐρ. Ἐλ. 1311. - Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει σάτιλλα, = πλειάς, ἐπειδὴ ὁ ἀστερισμὸς οὗτος ἐθεωρεῖτο ὡς παριστάνων ἅρμα.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 char de combat;
2 p. ext. chariot, char.
Étymologie: DELG mot certainement emprunté, pê au phrygien.

Greek Monolingual

ἡ, Α
πολεμικός δίφρος, πολεμικό άρμα («ζυγίους ζεύξασα θεὰ σατίνας», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για φρυγικό δάνειο (πρβλ. αρμεν. sayl «άρμα»). Ο τ. συνδέεται με τον τ. σάτιλλα «Πλειάς», επειδή ο αστερισμός έμοιαζε με άρμα, και ανάγεται πιθ. σε αμάρτυρο αρμεν. satilya. Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για λ. θρακικής προέλευσης].