σεβάσμιος
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
German (Pape)
[Seite 867] auch zweier Endgn, verehrungswürdig, ehrwürdig, ὀνόματα Luc. amor. 19, u. a. Sp.; dah. auch heilig, göttlich, Plut. amator. 19; bei Hdn. wie σεβαστός für augustus; auch τὸ σεβάσμιον, = σέβασις, id. 2, 10.
Greek (Liddell-Scott)
σεβάσμιος: -ον, παρ’ Ἡρῳδιαν. καὶ Βυζ. ὡσαύτως ος, α, ον· (σέβας)· - σεβαστός, ἄξιος σεβασμοῦ, ἐπιβάλλων σεβασμόν, Πλούτ. 2. 764Β, Λουκ. Ἔρωτ. 19, κτλ.· τὸ σεβάσμιον Ὀρφ. Ὕμν. 27. 10· - τὸ πρὸς θεοὺς σεβ., σέβας πρὸς ..., Ἡρῳδιαν. 2. 10· - Ἐπίρρ., -ίως, Κλήμ. Ἀλ. 439, κτλ. ΙΙ. ὡς ἐπίκλησις ἢ ἐπώνυμον, οἷον Σεβαστός, τὸ Ρωμαϊκὸν Augustus, ὁ αὐτοκράτωρ τῶν Ρωμαίων, Ἡρῳδιαν. 2. 3, πρβλ. 2. 8, κτλ. 2) Σεβάσμια, τά, ἀγῶνες εἰς τιμὴν τοῦ αὐτοκράτορος, Eckh. d. Num. 4. 436· πρβλ. Σεβαστεῖον ΙΙ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σεβάσμιον· τιμητικόν· προσκυνητόν».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
digne de vénération, vénérable ; saint, auguste.
Étymologie: σεβασμός.
Greek Monolingual
-α, -ο / σεβάσμιος, -ία, -ον, ΝΑ, τ. ουδ. πληθ. σεβάσμεια και σεβασμεῑα Α σεβασμός
άξιος σεβασμού, σεβαστός («σεβάσμιος γέροντας»)
νεοελλ.
προσφώνηση του προϊσταμένου τεκτονικής στοάς
αρχ.
1. (ως επίκληση ή επώνυμο Ρωμαίων αυτοκρατόρων) ο Σεβαστός, ο Αύγουστος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σεβάσμιον ο σεβασμός
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σεβάσμια και σεβάσμεια και σεβασμεῑα
αγώνες προς τιμήν του αυτοκράτορα
4. φρ. «σεβάσμιος ὅρκος» — όρκος που δινόταν στο όνομα του αυτοκράτορα.
επίρρ...
σεβασμίως ΝΑ, και σεβάσμια Ν
με σεβασμό.