σίττη
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
English (LSJ)
ἡ,
A nuthatch, Sitta europaea, Arist.HA609b11, 616b22, Call. Fr.173, Sch.Ar.Av.705; αἰσίῳ σίττῃ Call.Iamb.1.121, cf. Lyr.Adesp. 27: also σίττος, ὁ, variously identified, Hsch.
German (Pape)
[Seite 886] ἡ, eine Art Specht od. Baumkletterer, lat. sitta; Arist. H. A. 9, 16; Callim. frg. 173.
Greek (Liddell-Scott)
σίττη: ἡ, πτηνόν τι, Sitta Europaea, (Ἱππῶναξ) παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 704, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 21., 9. 17, 1, Καλλ. Ἀποσπ. 173˙ - ὁ Ἡσύχ. ὡσαύτως ἔχει σίττος, ὁ, εἶδος γλαυκὸς ἢ ἱέρακος.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
το πτηνό σίττα (II).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται από ονοματοποιία].