σκάλισμα
From LSJ
Greek Monolingual
το, Ν σκαλίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκαλίζω, καλλιεργητική εργασία απαραίτητη κατά το στάδιο ανάπτυξης τών καλλιεργούμενων φυτών, με την οποία καταστρέφονται τα ζιζάνια, ο μεγαλύτερος εχθρός τους, και συγχρόνως αναμοχλεύεται το έδαφος και σπάζει η κρούστα του, με αποτέλεσμα τον καλύτερο αερισμό του και τη διευκόλυνση διείσδυσης του νερού καθώς και τη θέρμανσή του
2. εγχάραξη κοιλωμάτων ή παραστάσεων πάνω σε μαρμάρινη, ξύλινη ή μεταλλική επιφάνεια με χαρακτικό εργαλείο, χαρακτική, λάξευση
3. μτφ. α) λεπτομερειακή και επίμονη έρευνα
β) αναμόχλευση.