σκιασμός
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
English (LSJ)
ὁ,= foreg. 1, Sch.Arat.872, Vett.Val.241.27. 2 a disease, perh. specks before the eyes, Id.210.5. 3 visitation by a ghost (σκιά), PMag.Par.1.2701.
German (Pape)
[Seite 898] ὁ, = Vorigem; Schol. Arat. Dios. 138; Lob. Phryn. 512.
Greek (Liddell-Scott)
σκιασμός: ὁ, = τῷ προηγ., Σχόλ. εἰς Ἄρατ. 869.
Spanish
visita de una sombra, visita de un espectro
Greek Monolingual
(I)
ὁ, ΜΑ σκιάζω (Ι)]
το σκίασμα
αρχ.
1. εμφάνιση φαντάσματος
2. κηλίδα, στίγμα που εμφανίζεται μπροστά στα μάτια.———————— (II)
και σκιαγμός, ο, Ν σκιάζω (II)]
σκιάσμα, σκιάξιμο («που οχ το σκιασμό όλος ο λαός τ' αμμάτια ντως κινούνε», Ερωτόκρ.).