σκίναξ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
[ῐ], ᾰκος, ὁ, ἡ,
A quick, nimble, epith. of hares, σ. νεαροῖο λαγωοῦ Nic.Th.577; so ὁ σ.,= λαγώς, Id.Al.67; cf. κίνδαξ.
German (Pape)
[Seite 899] ακος, rührig, gewandt, behend, flink, schnell, bes. vom Haasen, für den es auch als, subst. steht, Nic. Al. 67 Th. 577.
Greek (Liddell-Scott)
σκίναξ: [ῐ], -ᾰκος, ὁ, ἡ, (συνήθως ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ κινέω)· ταχύς, εὐκίνητος, πηδηκτός, ἐπίθετον τῶν λαγωῶν, σκ. νεαροῖο λαγωοῦ Νικ. Θηρ. 577· οὕτως, σκίναξ, = λαγώς, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξιφ. 67· καὶ ὁ Ἡσύχ. ἔχει τὴν λέξ. κίνδαξ ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, ἡ, Α
1. ταχύς, ευκίνητος, εύστροφος
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ σκίναξ
ο λαγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με την οικογένεια του κινῶ (πρβλ. κίνδαξ) και εμφανίζει προθετικό σ- (πρβλ. σκίδναμαι: κίδναμαι.