στόρι

From LSJ
Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔστ' ἦμαρ ὅτε Φοίβος πάλιν ελεύσεται καὶ ες αεί ἔσσεται → the time will come when Apollo will return to stay forever

Source

Greek Monolingual

και άκλ. στορ, το, Ν
παραπέτασμα, κουρτίνα σε παράθυρο ή σε πόρτα, συνήθως πλεκτό ή υφαντό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. store < ιταλ. stora < λατ. storea /staria «πλέγμα, ψάθα»].