σύγκρατος

From LSJ
Revision as of 12:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγκρᾱτος Medium diacritics: σύγκρατος Low diacritics: σύγκρατος Capitals: ΣΥΓΚΡΑΤΟΣ
Transliteration A: sýnkratos Transliteration B: synkratos Transliteration C: sygkratos Beta Code: su/gkratos

English (LSJ)

ον,

   A mixed together, Luc.Am.12, Hld.3.15; closely united, σ. ζεῦγος E.Andr.495 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 969] zusammengemischt, Luc. am. 12.

Greek (Liddell-Scott)

σύγκρᾱτος: -ον, συμμεμιγμένος, ἀνάμικτος, Λουκ. Ἔρωτ. 12, Ἡλιόδ. 3. 15, κτλ.· στενῶς ἡνωμένος, συνδεδεμένος, σ. ζεῦγος Εὐρ. Ἀνδρ. 494.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 mélangé, uni;
2 fig. fortement uni.
Étymologie: συγκεράννυμι.

Greek Monolingual

(I)
-ον, Α
1. ανάμικτος
2. στενά συνδεδεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -κράτος (< θ. κρατού κεράννυμι «αναμιγνύω», πρβλ. αόρ. β' -κρά-θην), πρβλ. εὔ-κρατος].———————— (II)
-η, -ο, Ν συγκρατώ
(στον Ερωτόκρ.) (για μικρά ή λεπτά πράγματα) αυτός που κρατιέται σε δεμάτι («κόβγει και ρίχνει τσι [πλεξούδες] σύγκρατες δίχως πόνο»).———————— (III)
-η, -ο, Ν
(ιδιωμ. τ.) αναμεμιγμένος με κρέας.