συναγρίδα

Revision as of 12:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η / συναγρίς, -ίδος, ΝΜΑ, και συαγρίς, -ίδος, Α
ζωολ. κοινή σήμερα ονομασία του περκόμορφου ψαριού Dentex dentex της οικογένειας σπαρίδες, συγγενικού με τον σαργό, τον σπάρο, το σκαθάρι κ.ά., από τα είδη του οποίου απαντούν στις ελληνικές θάλασσες ο τσαούσης ή κορωνάτο φαγκρί και ο κεφαλάς ή μαροκινή συναγρίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -αγρίς, -ίδος (< ἄγρα «κυνήγι»), πρβλ. κρε-αγρίς, παναγρίς. Ο τ. συαγρίς έχει σχηματιστεί κατ' επίδραση του σύαγρος (Ι) «αγριόχοιρος»].