συμφώνησις

From LSJ
Revision as of 12:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμφώνησις Medium diacritics: συμφώνησις Low diacritics: συμφώνησις Capitals: ΣΥΜΦΩΝΗΣΙΣ
Transliteration A: symphṓnēsis Transliteration B: symphōnēsis Transliteration C: symfonisis Beta Code: sumfw/nhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A agreement, 2 Ep.Cor.6.15.    II = συνίζησις, An.Ox.4.326.

German (Pape)

[Seite 993] ἡ, das Zusammenstimmen, die Uebereinstimmung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συμφώνησις: -εως, ἡ, συμφωνία, Ἐκκλ.· συμβόλαιον, συμφωνητικόν, Βυζ. ΙΙ. = συνίζησις, Ἀνέκδ. Ὀξων. 4. 326.

English (Strong)

from συμφωνέω; accordance: concord.

English (Thayer)

συμφωνησεως, ἡ (συμφωνέω), concord, agreement: πρός τινα, with one, 2 Corinthians 6:15. (Ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, ΜΑ συμφωνῶ
συμφωνητικό, συμβόλαιο
αρχ.
1. συμφωνία
2. (ειδικά) γραμμ. συνίζηση («συμφώνησίς ἐστιν, ὁπόταν δύο [συλλαβαὶ] σύμφωνα μεταξὺ ἀλλήλων μὴ ἔχουσαι ἀντὶ μιᾱς παραλαμβάνονται», Ανέκδ. Κραμήρου).