συγκαταφεύγω

From LSJ
Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταφεύγω Medium diacritics: συγκαταφεύγω Low diacritics: συγκαταφεύγω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΦΕΥΓΩ
Transliteration A: synkatapheúgō Transliteration B: synkatapheugō Transliteration C: sygkatafeygo Beta Code: sugkatafeu/gw

English (LSJ)

   A flee to for safety together, εἰς τὸ ἱερόν Ath.13.593b; πρὸς τὰς ἁμάξας D.C.38.33.

German (Pape)

[Seite 966] (s. φεύγω), mit hineinflichen, um sich zu retten, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταφεύγω: καταφεύγω χάριν ἀσφαλείας πρός τι, εἰς τὸ ἱερὸν Ἀθήν. 593Β· πρὸς τὰς ἁμάξας Δίων Κ. 38. 33.

Greek Monolingual

Α
πηγαίνω για ασφάλεια στο ίδιο καταφύγιο με άλλον («εἰς τὸ τῆς Ἀρτέμιδος ἱερὸν συγκατέφυγε», Αθήν.).

Greek Monolingual

Α
πηγαίνω για ασφάλεια στο ίδιο καταφύγιο με άλλον («εἰς τὸ τῆς Ἀρτέμιδος ἱερὸν συγκατέφυγε», Αθήν.).