συγξέω

From LSJ
Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγξέω Medium diacritics: συγξέω Low diacritics: συγξέω Capitals: ΣΥΓΞΕΩ
Transliteration A: synxéō Transliteration B: synxeō Transliteration C: sygkseo Beta Code: sugce/w

English (LSJ)

   A smooth by scraping or planing:—Pass., metaph. of style, to be polished, Alcid.Soph.20, D.H.Comp.22, Dem.40, Plu.2.853d.

German (Pape)

[Seite 971] (s. ξέω), durch Schaben, Schnitzen, Hobeln ebnen, poliren; auch vom Styl, feilen, ἡ Μενάνδρου φράσις συνέξεσται, Plut. Ar. et Men. comp. 2; ὀνόματα συνεξεσμένα, Alcidam. de soph. 677, 2.

Greek (Liddell-Scott)

συγξέω: μέλλ. -ξέσω, ποιῶ τι λεῖον ἢ ὁμαλὸν διὰ τῆς ξέσεως ἢ ῥυκανήσεως. ― Παθ., μεταφ., ἐπὶ ὕφους, λειαίνω, ὁμαλύνω, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22 περὶ τὸ τέλος, πρβλ. Ἀλκιδάμ. περὶ Σοφιστ. 20, Πλούτ. 2. 853D.

French (Bailly abrégé)

part. pf. Pass. συνεξεσμένος;
polir dans toutes ses parties avec soin.
Étymologie: σύν, ξέω.

Greek Monolingual

Α
1. λειαίνω κάτι με ξέση ή με ροκάνισμα
2. παθ. συγξέομαι
(για λεκτικό ύφος) εξομαλύνομαι, εκλεπτύνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ξέω «ξύνω, λειαίνω»].

Greek Monolingual

Α
1. λειαίνω κάτι με ξέση ή με ροκάνισμα
2. παθ. συγξέομαι
(για λεκτικό ύφος) εξομαλύνομαι, εκλεπτύνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ξέω «ξύνω, λειαίνω»].