συναναπείθω
From LSJ
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
English (LSJ)
A assist in persuading, τινὰς ποιεῖν τι Th.6.88, Isoc.4.46; τινα Plu. Publ.21.
German (Pape)
[Seite 1000] mit, zugleich bereden; Thuc. 6, 88; Isocr. 4, 46.
Greek (Liddell-Scott)
συναναπείθω: ἀναπείθω ὁμοῦ, τινὰς ποιεῖν τι Θουκ. 6. 88, Ἰσοκρ. 50Α˙ τινὰ Πλουτ. Ποπλ. 21.
French (Bailly abrégé)
persuader en même temps : τινα qqn ; τινα ποιεῖν τι THC qqn de faire qch.
Étymologie: σύν, ἀναπείθω.
Greek Monolingual
Α
μεταπείθω κάποιον από κοινού με άλλον («τοὺς ἄλλους διδόναι συναπείθει», Ισοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀναπείθω «μεταπείθω»].
Greek Monolingual
Α
μεταπείθω κάποιον από κοινού με άλλον («τοὺς ἄλλους διδόναι συναπείθει», Ισοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀναπείθω «μεταπείθω»].