συνανασκάπτω

From LSJ
Revision as of 12:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνανασκάπτω Medium diacritics: συνανασκάπτω Low diacritics: συνανασκάπτω Capitals: ΣΥΝΑΝΑΣΚΑΠΤΩ
Transliteration A: synanaskáptō Transliteration B: synanaskaptō Transliteration C: synanaskapto Beta Code: sunanaska/ptw

English (LSJ)

   A dig up besides, τοὺς τάφους Str.8.6.23.

German (Pape)

[Seite 1000] mit, auch aufgraben, Strab.

Greek (Liddell-Scott)

συνανασκάπτω: ἀνασκάπτω ὡσαύτως, προσέτι, τοὺς τάφους συνανασκάπτοντες Στράβ. 381.

French (Bailly abrégé)

saper et renverser ensemble.
Étymologie: σύν, ἀνασκάπτω.

Greek Monolingual

ΜΑ
μσν.
συμμετέχω στην υπονόμευση κάποιου
αρχ.
ανασκάπτω επίσης.

Greek Monolingual

ΜΑ
μσν.
συμμετέχω στην υπονόμευση κάποιου
αρχ.
ανασκάπτω επίσης.