σωσίβιος

Revision as of 12:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

German (Pape)

[Seite 1061] das Leben rettend, erhaltend, Hesych., s. nom. pr.

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
1. αυτός που χρησιμοποιείται για τη διάσωση κάποιου που βρίσκεται στη θάλασσα, σε λίμνη ή ποταμό
2. το ουδ. ως ουσ. το σωσίβιο
συσκευή που επιπλέει και έχει αρκετά περιθώρια πλευστότητας ώστε να μπορεί να συγκρατήσει στην επιφάνεια του νερού έναν άνθρωπο και χρησιμοποιείται για τη διάσωση ναυαγών ή για την ασφαλή κολύμβηση όσων δεν ξέρουν κολύμπι
3. φρ. α) «σωσίβιος κρουνός»
ναυτ. κάθε κρουνός του μηχανοστασίου ο οποίος μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμό με μια αντλία για την αναρρόφηση νερού από το κύτος του πλοίου
β) «σωσίβια λέμβος» — βλ. λέμβος
γ) «σωσίβια σχεδία»
ναυτ. ειδικού τύπου σχεδία, κατασκευασμένη από ένα μεγάλο πλαίσιο από φελλό ή ξύλο και επενδεδυμένη με πανί, η οποία, μαζί με τα σωσίβια και τις σωσίβιες λέμβους, χρησιμοποιείται εφεδρικά σε περίπτωση ανάγκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σωσι- (< σώζω) + βίος.