συνεπικραδαίνω

From LSJ
Revision as of 12:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritasLeichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann

Menander, Monostichoi, 175
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπικρᾰδαίνω Medium diacritics: συνεπικραδαίνω Low diacritics: συνεπικραδαίνω Capitals: ΣΥΝΕΠΙΚΡΑΔΑΙΝΩ
Transliteration A: synepikradaínō Transliteration B: synepikradainō Transliteration C: synepikradaino Beta Code: sunepikradai/nw

English (LSJ)

   A move backwards and forwards together with, σὺν ταῖς οὐραῖς τὰ σώματα, of dogs near game, X.Cyn.6.16.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπικρᾰδαίνω: κινῶ, ἐπισείω πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ πρὸς τὰ ὀπίσω ὁμοῦ μετά τινος, σὺν ταῖς οὐραῖς τὰ σώματα συνεπικραδαίνουσι, ἐπὶ κυνῶν, ὅταν ὦσι περὶ τὸ θήραμα, Ξεν. Κυν. 6, 16.

French (Bailly abrégé)

secouer en même temps.
Étymologie: σύν, ἐπί, κραδαίνω.

Greek Monolingual

A
κραδαίνω κάτι από κοινού ή ταυτόχρονα πάνω σε κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπικραδαίνω «επισείω»].

Greek Monolingual

A
κραδαίνω κάτι από κοινού ή ταυτόχρονα πάνω σε κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπικραδαίνω «επισείω»].