συνοίκιον
ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city
Greek (Liddell-Scott)
συνοίκιον: τό, ἡνωμένον οἴκημα, Πετρών. 33. (ἐν τῷ Λατιν. τύπῳ synoecium). ΙΙ. πληθ. συνοίκια (ἐξυπακ. ἱερά), τά, ἐν Ἀθήναις δημοσίᾳ ἑορτὴ ἀγομένη τῇ 17ῃ τοῦ Βοηδρομιῶνος εἰς ἀνάμνησιν τοῦ ὑπὸ τοῦ Θησέως συνοικισμοῦ πασῶν τῶν πόλεων τῆς Ἀττικῆς καὶ τῆς ὑπαγωγῆς αὐτῶν ὑπὸ τὴν διοίκησιν τῶν Ἀθηνῶν, Θουκ. 2. 15, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 1019· «ὁ Θησεὺς τὰς ἕνδεκα πόλεις τὰς ἐν τῇ Ἀττικῇ συνοικίσας εἰς Ἀθήνας συνοίκια ἑορτὴν κατεστήσατο» Χάραξ παρὰ Στεφ. Βυζ. ἐν λ. Ἀθῆναι· πρβλ. τὸ ῥῆμα συνοικίζω (σημασ. ΙΙ)· ― συνοικέσια εἶναι τύπος μεταγενέστερος· πρβλ. καὶ μετοίκιον ΙΙ.
Greek Monolingual
και αττ. τ. ξυνοίκιον, το, Α συνοικος
1. οίκημα προσαρτημένο σε άλλο μεγαλύτερο κτίσμα, παράσπιτο
2. στον πληθ. τὰ συνοικία και ξυνοίκια
(στην αρχ. Αθήνα) ετήσια εορτή τελούμενη τη 17η ημέρα του μήνα Βοηδρομιώνος ή, κατ' άλλους, τη 16η του Εκατομβαιώνος, σε ανάμνηση της συνένωσης όλων τών πόλεων της Αττικής και της υπαγωγής τους στη διοίκηση της Αθήνας που έγινε από τον Θησέα («ξυνοίκια ἐξ ἐκείνου Ἀθηναῑοι ἔτι καὶ νῡν τῇ θεῷ ἑορτὴν δημοτελῆ ποιοῡσιν», Θουκ.).