υπόδημα

From LSJ
Revision as of 12:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)

Source

Greek Monolingual

το / ὑπόδημα, ΝΜΑ, και τ. πληθ. ποδήματα και ποδέματα Ν, και ὑπόδημαν Μ ὑποδέω
ειδικό εξωτερικό κάλυμμα για τα πόδια, κατασκευασμένο συνήθως από δέρμα και ενισχυμένο στο κάτω μέρος με χοντρό πέλμα και τακούνι, παπούτσι
νεοελλ.
στον πληθ. τα υποδήματα και ποδήματα
(ειδικά) οι μπότες
αρχ.
1. πέλμα από δέρμα συγκρατούμενο στο πόδι με ιμάντες, σανδάλι («ποσὶν... ὑποδήματα δοῡσα», Ομ. Οδ.)
2. πέταλο
3. φρ. α) «ὑπόδημα κοῑλον» — περίβλημα του ποδιού που φτάνει μέχρι τα σφυρά και καλύπτει ολόκληρο το πόδι (Πολυδ.)
β) «εἰς ὑποδήματα γράφω» — καταχωρίζω ως πληρωμή για υποδήματα (Λυσ.)
4. παροιμ. φρ. «δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα»
(πιθ. για τον Θηραμένη) λεγόταν για άνθρωπο έτοιμο ή πρόθυμο να κάνει τα πάντα (λεξ. Σούδα).