συνευνάζω

From LSJ
Revision as of 12:44, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνευνάζω Medium diacritics: συνευνάζω Low diacritics: συνευνάζω Capitals: ΣΥΝΕΥΝΑΖΩ
Transliteration A: syneunázō Transliteration B: syneunazō Transliteration C: synevnazo Beta Code: suneuna/zw

English (LSJ)

   A cause to lie with, τινά τινι Apollod.2.4.10, etc.:— Pass., lie with, Pi.P.4.254, S.OT982, Hp.Nat.Mul.17.

Greek (Liddell-Scott)

συνευνάζω: κατακλίνω, βάλλω τινὰ νὰ πλαγιάσῃ μετά τινος, συγκοιμίζω, τινά τινι Ἀπολλόδ. 2. 4, 10, κτλ. ― Παθ., συγκοιμῶμαι μετά τινος, ἐπὶ σαρκικῆς συνουσίας, Πινδ. Π. 4. 452, Σοφ. Ο. Τ. 982.

English (Slater)

συνευνάζω pass.
   1 sleep together καὶ συνεύνασθεν (sc. the Argonauts and the Lemnian women) (P. 4.254)

Greek Monolingual

ΜΑ
1. παντρεύω
2. μέσ. συνευνάζομαι
πλαγιάζω στο ίδιο κρεβάτι, έχω σαρκικές σχέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + εὐνάζω «κοιμάμαι»].

Greek Monolingual

ΜΑ
1. παντρεύω
2. μέσ. συνευνάζομαι
πλαγιάζω στο ίδιο κρεβάτι, έχω σαρκικές σχέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + εὐνάζω «κοιμάμαι»].