σχετικοκρατία

From LSJ
Revision as of 12:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κακῷ δέ τῳ προσεικάζω τάδε → I think this looks like mischief, these things sound ominous to me, these things sound evil to me, I consider these things ominous, I liken these things to something bad

Source

Greek Monolingual

η, Ν
(φιλοσ.) γνωσιοθεωρητική άποψη η οποία υπερβάλλει τη σχετικότητα της γνώσης αρνούμενη τον αντικειμενικό χαρακτήρα της αλήθειας, αλλ. σχετικισμός ή ρελατιβισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχετικός + κρατία (< -κράτης < κρατώ), απόδοση στην ελλ. του γαλλ. relativisme (< relatif «σχετικός»), βλ. και λ. σχετικισμός].