σχετικότητα
Greek Monolingual
η, Ν σχετικός
1. η ιδιότητα του σχετικού, αυτού που υπάρχει υπό όρους, που είναι εξαρτημένο, που δεν είναι απόλυτο («η σχετικότητα τών ανθρώπινων γνώσεων»)
2. φυσ. η ιδιότητα τών φυσικών μεγεθών να έχουν τιμές που εξαρτώνται από συγκεκριμένες συνθήκες υπό τις οποίες γίνεται η μέτρηση τους ή από το σύστημα αναφοράς με το οποίο συνδέονται
3. φρ. «θεωρία της σχετικότητας»
i) (φιλοσ.) (παλαιότερα) θεωρία σύμφωνα με την οποία κάθε γνώση και αλήθεια είναι σχετική, συμβατική και παροδική, σχετικοκρατία
ii) φυσ. σύνολο θεωριών που διατυπώθηκαν από τον Άινσταϊν κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του αιώνα και σύμφωνα με τις οποίες ο χώρος και ο χρόνος δεν είναι οντότητες σταθερές και αμετάβλητες αλλά μεγέθη σχετικά, μεταβαλλόμενα ανάλογα με τη θέση του παρατηρητή ή, κατά άλλη διατύπωση, στην περίπτωση της ειδικής σχετικότητας, οι φυσικοί νόμοι είναι ίδιοι σε όλα τα συστήματα αναφοράς που κινούνται με σταθερή ταχύτητα, σε μέτρο και κατεύθυνση, μεταξύ τους, ενώ, στην περίπτωση της γενικής σχετικότητας, όλα τα συστήματα αναφοράς είναι ισοδύναμα, αρχή βάσει της οποίας γίνεται η σύνθεση της μηχανικής και της βαρύτητας.