Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
-ή, -ό, Ν σφυρίζω
1. αυτός που γίνεται με σφύριγμα («τραγούδι σφυριχτό»)
2. αυτός που σφυρίζει («με ανέμους / που σφυριχτοί φυσούσανε», Εφταλ. Οδ.)
3. μτφ. (για χτύπημα) σβουριχτός, ισχυρός και ξαφνικός.
επίρρ...
σφυριχτά Ν
με σφύριγμα.