ὑπαμπέχω
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
A keep under a cloak, τὸ ἦθος Plu.2.562b (Pass.).
German (Pape)
[Seite 1181] (s. ἔχω), unter der Bedeckung oder dem Kleide verbergen, Plut. S. N. V. 20.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπαμπέχω: ἔχω ἢ τηρῶ ἢ κρύπτω ὑπὸ κάλυμμα, ὑποκρύπτω, τὸ ἦθος Πλούτ. 2. 562B.
French (Bailly abrégé)
envelopper d’un vêtement.
Étymologie: ὑπό, ἀμπέχω.
Greek Monolingual
Α
1. κρύβω κάτι κάτω από τα ρούχα μου
2. (γενικά) υποκρύπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ἀμπέχω «περιβάλλω, καλύπτω»].