σχολαστικότητα

From LSJ
Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. η ιδιότητα του σχολαστικού, η προσήλωση στους τύπους και στις λεπτομέρειες με ταυτόχρονη παράλειψη της ουσίας
2. (κατ' επέκτ.) στενότητα πνεύματος και αντιλήψεων
3. η εμμονή στους τύπους και στους γραμματικούς κανόνες της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
4. το να γίνεται κάτι με λεπτομέρειες, διεξοδικά («τον διακρίνει η σχολαστικότητα στο διάβασμα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχολαστικός. Η λ., στον λόγιο τ. σχολαστικότης, μαρτυρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Σκαρλ. Βυζαντίου].